θριαμβεύουσα

θριαμβεύουσα
θριαμβεύω
triumph
pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εκκλησία — Η αρχική σημασία της λέξης ήταν συνάθροιση του λαού, σύναξη. Ο χριστιανισμός έδωσε στον όρο ειδική σημασία, ώστε ε. να ονομάζεται πλέον το σύνολο των χριστιανών και κατ’ επέκταση οι χριστιανοί που ανήκουν πολιτικά σε ένα κράτος (π.χ. Ε. της… …   Dictionary of Greek

  • Κάρνεγκι, Άντριου — (Andrew Carnegie, 1835 – Λένοξ, Μασαχουσέτη 1919). Αμερικανικός βιομήχανος και φιλάνθρωπος, σκοτσέζικης καταγωγής. Γιος Σκοτσέζου μετανάστη, δούλεψε στις ΗΠΑ πρώτα ως εργάτης σε νηματουργείο και ύστερα ως ιδιαίτερος γραμματέας του Τόμας Σκοτ… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Εκκλησιαστικό Αλεξανδρούπολης — Πρόκειται για ένα σύγχρονο εκκλησιαστικό μουσείο, για την οργάνωση του οποίου οι ειδικοί που το ανέλαβαν έθεσαν υψηλούς και πρωτοποριακούς γι’ αυτό το είδος μουσείων στόχους: να έχει εκπαιδευτικό χαρακτήρα, τα εκθέματά του να είναι κατανοητά και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”